υψίστρωμα

υψίστρωμα
το, Ν
(μετεωρ.) κύριος τύπος νέφους μέσου ύψους, μεταξύ 2.000 και 6.000 μέτρων, τεφρού ή κυανίζοντος χρώματος, ραβδωτής, ινώδους ή ομοιόμορφης εμφάνισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψί + στρώμα. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. νεολατ. altostratus].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”